Αλέκος Σακελλάριος: «Το γέλιο θέλει παρέα»
Η πρώτη συγγραφική και σκηνοθετική απόπειρα του Αλέκου Σακελλάριου στον ελληνικό κινηματογράφο έγινε το 1946, με την ταινία «Παπούτσι από τον τόπο σου», παραγωγής Finos Film. Μια ταινία που δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει σε κόπια, έχει καταστραφεί και οι νεότερες γενιές δεν την έχουν δει ποτέ. Ωστόσο στην εποχή της έκανε σημαντική επιτυχία και έβαλε τις βάσεις για την σημαντική πορεία του Σακελλάριου στον ελληνικό κινηματογράφο. Μερίδιο ευθύνης σε αυτή την καθιέρωση του «κυρ-Αλέκου», πέρα φυσικά από το μοναδικό ταλέντο του, είχε και ο Φίνος ο οποίος τον πίεσε έντονα να κάνει την απόπειρα αυτή, όταν ο Σακελλάριος είχε τις αμφιβολίες του. Η ταινία «Παπούτσι απο τον τόπο σου» ήταν εκείνη που έδειξε στον τελευταίο την δύναμη του γέλιου και την αναγκαία και ικανή συνθήκη για να είναι αυτό έντονο: να υπάρχουν δίπλα σου και άλλοι άνθρωποι.
Περιγράφοντας ο ίδιος ο Σακελλάριος την εμπειρία του αυτή, ανέφερε σε παλαιότερη συνέντευξή του στην ιστορική εκπομπή της ΕΡΤ, «Μονόγραμμα»: «Μόλις ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα της ταινίας έπρεπε να την δούμε απο κοινού όλοι οι συντελεστές, ώστε να αξιολογήσουμε το αποτέλεσμα. Φυσικά αυτό έπρεπε να γίνει πριν την πρεμιέρα της ταινίας στους κινηματογράφους. Έτσι πήγαμε να την δούμε στον κινηματογράφο Αττικόν, με τον πρωταγωνιστή της ταινίας Αλέκο Λειβαδίτη, τον Φίνο, τον Μενέλαο Θεοφανίδη που είχε γράψει την μουσική και 2-3 ακόμα συντελεστές της. Μπήκαμε στην αίθουσα και άρχισε η προβολή. Κατά τη διάρκειά της προσπαθούσα να δω τα πρόσωπα των συνεργατών μου ευελπιστώντας να εκμαιεύσω την επιτυχία της ταινίας, να επιβεβαιώσω ότι αυτή ήταν του επιπέδου που ήθελαν και ότι θα είχε επιτυχία. Μάταια όμως. Η ταινία ήταν κωμωδία, αλλά κανείς τους δεν γέλαγε. Αντίθετα είχα την αίσθηση ότι τα πρόσωπά τους ήταν συνοφρυωμένα! Φυσικά εγώ είχα παγώσει από τη στενοχώρια μου! Μόλις ολοκληρώθηκε η ταινία, όλοι τους μου έσφιγγαν το χέρι παρηγορητικά και μου έλεγαν να μην στεναχωριέμαι, αφού ήταν μόλις η πρώτη μου ταινία! Ήταν λοιπόν αποτυχία; Θα το διαπίστωνα γρήγορα αυτό: την επόμενη ημέρα ήταν η πρεμιέρα της ταινίας, στο σινεμά Πάνθεον της οδού Πανεπιστημίου.
Εκείνη την εποχή υπήρχαν και πρωϊνές παραστάσεις, οπότε χωρίς να έχω κοιμηθεί τη νύχτα από τη στενοχώρια μου, πήγα στην πρώτη προβολή, στις 10 το πρωί για να δω τις αντιδράσεις των θεατών. Μόλις μπήκα στην αίθουσα άκουγα τρανταχτά γέλια και απογοητεύτηκα, αφού θεώρησα ότι απλά οι θεατές κορόιδευαν αυτό που έβλεπαν. Κι όμως εκείνοι, πραγματικά γελούσαν με την ψυχή τους από τα αστεία της κωμωδίας! Τότε, γιατί την προηγούμενη μέρα δεν γέλασε κανείς από τους συντελεστές της; Εκεί ήταν η στιγμή που κατάλαβα ότι το γέλιο θέλει παρέα, Για να γελάσεις είναι απαραίτητο το γέλιο του διπλανού σου, να σε παρασέρνει! Τότε το αστείο, σου φαίνεται πιο αστείο από ότι είναι!». Αυτή ακριβώς η μαρτυρία του Σακελλάριου εντείνει την απογοήτευση για την καταστροφή της κόπιας της συγκεκριμένης ταινίας. Θα θέλαμε πολύ να διαπιστώσουμε από πρώτο χέρι τα όσα λέει ο ίδιος. Μόνο μια ιδέα μπορούμε να πάρουμε για το ύφος της ταινίας, εάν σκεφτούμε ότι το 1967 γυρίστηκε εκ νέου, από τον Γιάννη Δαλιανίδη αυτή τη φορά, με τίτλο «Γαμπρός από το Λονδίνο» και πρωταγωνιστές τον Κώστα Βουτσά και την Νόρα Βαλσάμη. Για την ιστορία, στην ταινία «Παπούτσι από τον τόπο σου» έκανε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση η Γεωργία Βασιλειάδου.
Όταν ο Φίνος αποκάλεσε τον Ορέστη Μακρή «κάφρο» και ο τελευταίος απάντησε…ερμηνευτικά
Ήταν μια από πιο συγκινητικές ταινίες της Finos Film, αλλά και του ελληνικού κινηματογράφου. Η ερμηνεία κυρίως του Ορέστη Μακρή, αλλά και των σπουδαίων συμπρωταγωνιστών του, όπως της Αντιγόνης Βαλάκου, του Βασίλη Αυλωνίτη, του Στέφανου Στρατηγού, του Βασίλη Διαμαντόπουλου, του Παντελή Ζερβού, της Γεωργίας Βασιλειάδου και πολλών άλλων έδωσαν στο «Αμαξάκι» μια θέση στο πάνθεον των κορυφαίων ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου. Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 4 Φεβρουαρίου του 1957 και έκοψε 138.620 εισιτήρια. Μάλιστα, ήταν πρώτη ταινία εισπρακτικά από το σύνολο των 30 ελληνικών ταινιών εκείνης της χρονιάς.
Η δυναμική της ήταν τέτοια που οδήγησε τους δημιουργούς της να την στείλουν για συμμετοχή στο 11ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Karlovy Vary της Τσεχίας, στο οποίο ξεχώρισε η μοναδική ερμηνεία του Ορέστη Μακρή, στο ρόλο του αμαξά, που βλέπει το επάγγελμά του να ξεπερνιέται από την εποχή και ο ίδιος να μην μπορεί να την παρακολουθήσει. Όπως μας ενημερώνει η Finos Film, «το επάγγελμα του αμαξά περνάει μεγάλη κρίση, λόγω της εμφάνισης των ταξί και δύο φίλοι αμαξάδες αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Ο μεν πρώτος γίνεται ταξιτζής (Βασίλης Αυλωνίτης), αλλά ο δεύτερος (Ορέστης Μακρής), πιο ρομαντικός, συνεχίζει σαν αμαξάς.
Πέρα όμως από την κρίση στο επάγγελμά του, αντιμετωπίζει και οικογενειακά προβλήματα, όταν ο χαρτοκλέφτης γιος του (Στέφανος Στρατηγός) ξεγελά μια κοπέλα (Αντιγόνη Βαλάκου), την παρατάει και φεύγει στο εξωτερικό. Μετά από λίγο καιρό, ο αμαξάς, κουρασμένος και εξουθενωμένος καθώς πουλάει τσιγάρα στους δρόμους, πεθαίνει. Ο γιος του γυρίζει μετανιωμένος, παντρεύεται την κοπέλα και ζητάει συγχώρεση πάνω από τον τάφο του πατέρα του». Στην ταινία κάνει ένα σύντομο πέρασμα ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, όπου μαζί με τον Στέφανο Στρατηγό αναπολούν σε μια καθηλωτική σκηνή, την Ελλάδα και τα χωριά τους. Ήταν το ίδιον των μεγάλων ηθοποιών, να καθηλώνουν τον θεατή ακόμα κι αν εμφανίζονται σε μια ταινία για λίγα μόνο λεπτά. Στο «Αμαξάκι» εμφανίζεται και η μεγάλη πρωταγωνίστρια του ελληνικού θεάτρου για πάνω από 60 χρόνια, Χριστίνα Καλογερίκου, στον ρόλο της γριάς αρχόντισσας. Η σκηνοθεσία ήταν του Ντίνου Δημόπουλου, σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη. Η μαγευτική μουσική ήταν του Μάνου Χατζιδάκη.
Χωρίς καμία διάθεση να υποτιμήσει κανείς τις ερμηνείες των υπολοίπων ηθοποιών, η ταινία «απογειώθηκε» κυρίως λόγω του Ορέστη Μακρή. Και να σκεφθεί κανείς ότι ο Φίνος είχε πολλές επιφυλάξεις για τις ικανότητες του Μακρή! Μάλιστα, όταν είχε προταθεί να είναι αυτός ο πρωταγωνιστής του μυθικού «Μεθύστακα» είχε αρνηθεί! Ακόμα και όταν ο Τζαβέλλας απαίτησε και πήρε τον Μακρή, ο Φίνος στέκονταν πολύ επιφυλακτικά απέναντι σε αυτή την απόφαση. Μάλιστα, παρακολουθούσε τον Γιώργο Τζαβέλλα να εξηγεί τον ρόλο του Μεθύστακα και τις ατάκες στον Ορέστη Μακρή και κάποια στιγμή δεν άντεξε και είπε στον Τζαβέλλα: «Μα τι επιμένεις χριστιανέ μου, τι παιδεύεσαι, δεν βλέπεις ότι ο άνθρωπος είναι κάφρος;». Ο Μακρής άκουσε το σχόλιο αυτό, αλλά δεν απάντησε, αντίθετα βγήκε κανονικά στο πλατό για να συνεχιστεί το γύρισμα. Και όταν αυτό άρχισε, ο Μακρής διακόπτει τον ρόλο του ξαφνικά και γυρνώντας προς το Φίνο, τον κοίταξε και του είπε: «εμένα είπες κάφρο ρε;».
Η ιστορία όμως έχει και συνέχεια: Ο Μακρής έδειξε ιδιαίτερο ζήλο στις σκηνές της ταινίας «Ο μεθύστακας» και σε μια από αυτές λογόφερε σκληρά με τον Δημήτρη Χορν. Όταν ολοκληρώθηκε το πλάνο οι δύο ηθοποιοί συνέχισαν να βρίζονται με χυδαίο τρόπο που στη συνέχεια μετατράπηκε σε σπαρταριστά γέλια. Ο Ορέστης Μακρής όμως έγραψε τη δική του ιστορία και στο θέατρο. Υπάρχει και ένα ενδιαφέρον γεγονός που αξίζει να μείνει στην ιστορική μνήμη: Το 1959, όταν ήρθαν στην Αθήνα τα μπαλέτα Μπολσόι για παραστάσεις στο Ηρώδειο, ο Μακρής εργαζόταν στο Περοκέ και για να σατιρίσει το διάσημο χορευτικό σχήμα, έστησε τη δική του χορογραφία με θέμα την «Λίμνη των κύκνων». Οι μπαλαρίνες κύκνοι όμως ήταν ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Νίκος Σταυρίδης και ο Σταύρος Παράβας. Όπως δε μας πληροφορεί η Μηχανή του Χρόνου, «όσο για το ρόλο της πριμαντόνας που δεν ήταν άλλος από έναν τεράστιο και αλλοπρόσαλλο φτερωτό κύκνο, τον είχε κρατήσει για τον εαυτό του ο Μακρής, ξεσηκώνοντας και πάλι το κοινό».
Ο «νομοταγής» Μουστάκας, το πλαστό διαβατήριο και η βοήθεια του Νίκου Σταυρίδη
Δύο ήταν οι ταινίες που ο ίδιος ο Σωτήρης Μουστάκας θεωρούσε τις κορυφαίες του στιγμές στον ελληνικό κινηματογράφο. Η πρώτη ήταν ο «Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη. Η δεύτερη ήταν η ταινία «Ένας νομοταγής πολίτης», η οποία δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, καθώς διέθετε έντονα στοιχεία κοινωνικής σάτιρας, σε μια περίοδο αμέσως μετά την μεταπολίτευση, με τον Μουστάκα σε έναν κωμικοδραματικό ρόλο. Γυρίστηκε το 1974, σε μια ταραγμένη πολιτικά και κοινωνικά εποχή, όταν η χώρα και οι πολίτες της προσπαθούσαν να βρουν και πάλι τον προσανατολισμό τους, μετά από 7 χρόνια σκληρής δικτατορίας, που είχε ισοπεδώσει τη χώρα από κάθε άποψη. Στην ταινία ο Μουστάκας υποδύονταν τον Γρηγόρη Μοναχογιό, ένα νέο 35 ετών, ο οποίος ήταν υπάλληλος σε μια κατασκευαστική εταιρεία, στην οποία τον εκμεταλλεύονται και τον χλευάζουν.
Το χειρότερο ωστόσο ήταν ότι και στην προσωπική του ζωή ήταν αντιμέτωπος με ένα περιβάλλον καταπίεσης και δυστυχίας, αφού η μητέρα του, ο θείος του και γενικά ο κοινωνικός του περίγυρος δεν τον αφήνουν να παντρευτεί την αγαπημένη του Ιουλία – την υποδύονταν η εξαιρετική Νόρα Κατσέλη -, επειδή προηγουμένως εκείνη είχε και άλλες σχέσεις. Η καταπίεση όμως έχει πάντα ολέθρια αποτελέσματα και έτσι μια μέρα, προσπαθώντας να σπάσει το πλέγμα που τον καθιστά δέσμιο μιας τέτοιας ζωής, επιδίδεται σε σπατάλες των χρημάτων που αποταμίευσε, φάρσες προς τους καταπιεστές του και μια μανία εκδίκησης προς όσους τον έβλαπταν. Μετά από μια επιτυχία στη δουλειά του, τον διορίζουν γενικό διευθυντή της εταιρείας, ωστόσο αυτό ήταν κάτι που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί. Κορυφαία στιγμή ο λόγος που βγάζει στα στελέχη της εταιρείας, μετά την ανάληψη της νέας του θέσης, ο οποίος εξελίσσεται σε έναν παραληρηματικό λόγο υπέρ της ελευθερίας. Η συνέχεια ήταν προδιαγεγραμμένη: Κατάθλιψη και εγκλεισμός του Γρηγόρη σε μια μονάδα ψυχικής θεραπείας.
Ωστόσο, μόνο η αγαπημένη του Ιουλία θα καταφέρει να του συμπαρασταθεί εκεί. Ανεπανάληπτη η τελευταία σκηνή του έργου, με την Ιουλία να τον συναντά στην κλινική, υπό τους ήχους του υπέροχου τραγουδιού του Γιώργου Χατζηνάσιου «Άνοιξε το παράθυρο», το οποίο ερμήνευσε μοναδικά ο Αντώνης Καλογιάννης. Εκτός από τον Μουστάκα και την Κατσέλη, στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Βαγγέλης Καζάν, Βασίλης Ανδρεόπουλος, Γιώργος Κυρίτσης, Άννα Ανδριανού, Ειρήνη Κουμαριανού κ.α. Το σενάριο της ταινίας ήταν του Κώστα Μουρσελά, η σκηνοθεσία του Ερρίκου Θαλασσινού και η παραγωγή της Finos Film. Παρά την μεγάλη αξία της, η ταινία στην πρώτη της προβολή δεν πήγε πολύ καλά, κόβοντας μόλις 69.143 εισιτήρια. Ο Σωτήρης Μουστάκας ωστόσο αποτελεί μια πολύ ξεχωριστή περίπτωση έλληνα ηθοποιού. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι σπατάλησε το μεγάλο του ταλέντο σε αμφίβολης ποιότητας δουλειές, σε αμφιλεγόμενες θεατρικές επιθεωρήσεις, ενώ ο Φίνος δεν ασχολήθηκε ποτέ μαζί του όσο του άξιζε. Σαφώς και έπαιξε σε σπουδαίες ταινίες και άφησε κορυφαίες ερμηνείες ως παρακαταθήκη, ωστόσο σίγουρα μπορούσε πολύ περισσότερα.
Ως ηθοποιό τον ανακάλυψε τυχαία ο Νίκος Σταυρίδης το 1954, όταν ο τελευταίος βρέθηκε στην Κύπρο με τον θίασό του για σειρά παραστάσεων. Στο θέατρο βρέθηκε και ο 14χρονος τότε Μουστάκας, ο οποίος πήγε να ζητήσει αυτόγραφο από τον Σταυρίδη και όταν τον πλησίασε άρχισε να τον μιμείται με τόση επιτυχία που ο Σταυρίδης ξαφνιάστηκε ευχάριστα. «Εσύ παιδάκι μου έχεις μεγάλο ταλέντο κωμικού» του είπε. Η παράσταση συνεχίστηκε και κάποια στιγμή ο Σταυρίδης τη διακόπτει και λέει: «Κάπου εδώ πρέπει να είναι ο Σωτηράκης που ήρθε πριν στο καμαρίνι μου για αυτόγραφο. Να ανέβει παρακαλώ στη σκηνή». Ο Μουστάκας ξαφνιάζεται αλλά δεν τα χάνει. Ανεβαίνει στη σκηνή, ο Σταυρίδης του δίνει το μικρόφωνο και του ζητά να αυτοσχεδιάσει. Εκείνη την ώρα το μικρόφωνο αρχίζει να μικροφωνίζει και ο Μουστάκας παίρνει «πάσα» και αρχίζει να κάνει αστεία, προκαλώντας πάταγο και κάνοντας όλο το θέατρο να ξεκαρδίζεται από τα γέλια.
Μετά την παράσταση, ο Σταυρίδης λέει στην Μουστάκα ότι δεν πρέπει να αφήσει το ταλέντο του να πάει χαμένο και πρέπει να έρθει στην Αθήνα, να σπουδάσει σε σχολή υποκριτικής και ο ίδιος να τον βοηθήσει. Τέσσερα χρόνια μετά, το βήμα αυτό είχε γίνει. Έρχεται στην Αθήνα με πλαστό διαβατήριο, πηγαίνει στο Εθνικό Θέατρο, αλλά εκεί του λένε ότι δεν κάνει για θέατρο! Δεν το βάζει κάτω όμως, μερικά χρόνια αργότερα προσπαθεί εκ νέου να μπει στο Εθνικό και αυτή τη φορά τα καταφέρνει. Την συνέχεια την γνωρίζουμε όλοι. Η τελευταία συμμετοχή του Μουστάκα στον κινηματογράφο ήταν στη διεθνή κινηματογραφική παραγωγή «Ελ Γκρέκο» του Σμαραγδή όπου υποδύθηκε τον Τισιανό και, όπως έλεγε σε φίλους και γνωστούς, επιτέλους είχε καταφέρει να παίξει κάτι πολύ δυνατό. Ωστόσο ο ίδιος δεν πρόβαλε να δει τον εαυτό του στην ταινία αυτή, αφού πέθανε λίγο μετά την ολοκλήρωσή της, τον Ιούνιο του 2007. Δύο μήνες μετά πέθανε και η αγαπημένη του σύζυγος Μαρία Μπονέλου, με την οποία ήταν παντρεμένος από το 1973.
______________
http://www.periodiko.net/