.......................................Επιμέλεια σελίδας: Π.Σ. Αϊβαλής - εφημερίδα "Εν Αθήναις" www.athens-press.blogspot.gr

!!

!!
Στη μνήμη του Έλληνα Σκηνοθέτη και Ποιητή της εικόνας Θόδωρου Αγγελόπουλου που έφυγε έτσι απρόσμενα...

~~

...................................."Η συμφιλίωση των πολιτισμών περνά μέσα από την οικουμενικότητα της Παιδείας"

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

"Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ" του Κεν Λόουτς

ΤΑΙΝΙΕΣ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΕΙΤΕ


I, Daniel Blake *
ΔΕΙΤΕ ΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΑΙ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2016ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ην.Νασίλειο, Γαλλία, Βέλγιο
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κεν Λόουτς
ΣΕΝΑΡΙΟ: Πολ Λάβερτι
ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ντέιβ Τζονς, Μπριάνα Σαν, Χέιλι Σκουάιρς, Ντίλαν Φίλιπ Μακίρναν, Νάταλι Αν Τζέιμσον, Κόλιν Κουμπς
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ρόμπι Ράιαν
ΜΟΥΣΙΚΗ:
ΜΟΝΤΑΖ: Τζόναθαν Μόρις
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ: Άνω των 15
ΔΙΑΝΟΜΗ: Feelgood


8.0/10









Ο παροιμιώδης κοινωνικός ρεαλισμός του Κεν Λόουτς που βραβεύτηκε στις πρόσφατες Κάννες με Χρυσό Φοίνικα, μιλά με πικρό χιούμορ και ζηλευτή αμεσότητα για την Οδύσσεια ενός χήρου ξυλουργού και μιας άνεργης νεαρής μητέρας να βρουν αναγκαίο στήριγμα σε αυτό που κατ' επίφαση ονομάζουμε κράτος πρόνοιας. Ανάχωμα ο μελοδραματικός τόνος που παίρνει σε ορισμένες στροφές της η ταινία, όμως η παρουσία του κωμικού Ντέιβ Τζονς στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ντάνιελ Μπλέικ είναι κάτι παραπάνω από σαρωτική.


Από τον Νεκτάριο Σάκκα


Ο Χρυσός Φοίνικας των περασμένων Καννών βρέθηκε στο στόχαστρο πολλών και αμφισβητήθηκε έντονα, απόρροια μιας γενικευμένης ζοχάδας που προέκυψε κυρίως εξαιτίας της αδικαιολόγητης παραγκώνισης του αριστουργηματικού «Τόνι Έρντμαν» από τα βραβεία του φεστιβάλ. Αυτό όμως δε σημαίνει πως ο 80χρονος Κεν Λόουτς παρέδωσε μια μέτρια δημιουργία που συγκυριακά απέσπασε το δεύτερο Φοίνικα της λαμπρής καριέρας του μετά το «Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι» - κάθε άλλο. Απλούστατα, το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» είναι ένας απολύτως αναγνωρίσιμος Λόουτς, αυτός που για περισσότερα από πενήντα χρόνια μας έχει «συνηθίσει» να υπογράφει ξεχωριστές δημιουργίες κοινωνικού ρεαλισμού με ήρωες ανθρώπους της εργατικής τάξης που παλεύουν για την αξιοπρέπεια και την επιβίωσή τους κόντρα στο σύστημα και τις ανάλγητους κοινωνικούς μηχανισμούς του. Χωρίς να επιφυλάσσει δραματικές εκπλήξεις στο κοινό του (και δεν είναι ο μόνος, αφού τόσοι και τόσοι εκλεκτοί συνάδελφοί του, από τον Γούντι Άλεν μέχρι τον Μάικ Λι, έχουν δομήσει καριέρες σε ένα απολύτως αναγνωρίσιμο μοτίβο), παραμένει ένας στρατευμένος πολιτικά δημιουργός, συνεπής, αποτελεσματικά ευαισθητοποιημένος και οξυδερκής, ικανός να προσφέρει ένα ειλικρινές, εξωστρεφές και παθιασμένο φιλμ που να αποτυπώνει σκληρές αλήθειες με ρεαλισμό και πικρό χιούμορ.
Στο επίκεντρο της ιστορίας του «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» τίθεται ο άνθρωπος που μας συστήνεται στον τίτλο. Ο κος Μπλέικ (στο ρόλο ο κωμικός Ντέιβ Τζονς), ένας χήρος ξυλουργός που λίγο πριν τα 60 του είδε τους γιατρούς να του απαγορεύουν να επιστρέψει στη δουλειά εξαιτίας ενός καρδιακού επεισοδίου, έρχεται αντιμέτωπος με τον παραλογισμό των κοινωνικών υπηρεσιών οι οποίες τον κρίνουν παραδόξως ικανό για εργασία. Από το ξεκίνημα κιόλας ακούγεται εκτός κάδρου η γελοιωδώς αυτοματοποιημένη διαδικασία της συνέντευξής του με έναν ειδικό από την Πρόνοια. Ευθύς εξαρχής έτσι, καλούμαστε να αφουγκραστούμε το μέγεθος του διαφαινόμενου αδιέξοδου ενός ανθρώπου που ίδρωσε μια ζωή στο μεροκάματο, μόνο και μόνο για να βρεθεί μπλεγμένος στα γρανάζια της γραφειοκρατίας. 
Οι κωμικοτραγικές προεκτάσεις της Οδύσσειας του Μπλέικ αναδύονται μέσα από κοφτερούς διαλόγους (στους οποίους ο πειστικότατος Τζονς δίνει ρέστα), καθώς επίσης συναισθηματικά επιθετικές σκηνές στις οποίες πρέπει να είναι κανείς ανάλγητος για να μην εμπλακεί.
Καταλυτικό ρόλο στην ταινία όμως παίζει επίσης η φιλία που αναπτύσσεται μεταξύ του Ντάνιελ και της Κέιτι (Χέιλι Σκουάιρς), μιας εξαθλιωμένης νεαρής μητέρας δύο παιδιών. Μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες και συνάμα απαιτητικές σκηνές άλλωστε βασίζονται πάνω της - με πρώτη και καλύτερη εκείνη έξω από το συσσίτιο. Ωστόσο, με αφετηρία τον χαρακτήρα της Κέιτι και τα ακραία μέτρα που λαμβάνει προκειμένου να τα φέρει βόλτα, ο Λόουτς και ο μόνιμος σεναριογράφος του, Πολ Λάβερτι, επιδίδονται σε ένα ανοιχτό φλερτ με το μελόδραμα, και μάλιστα στην πλέον παλαιομοδίτικη μορφή του. Ξέχωρα από αυτό όμως, ο βετεράνος Βρετανός σκηνοθέτης δεν ξεστρατίζει στιγμή από τον γνώριμο στόχο του: να αναδείξει τα πολλά πρόσωπα κοινωνικού αποκλεισμού (βλ. ο «αναλογικός» Ντάνιελ στην «ψηφιακή» εποχή), όταν το επίσημο κράτος αγνοεί τον πολίτη για χάρη της λειτουργικότητας και ευημερίας των αριθμών.

_________
http://www.cinemag.gr/paizontai_tora/arthro/ego_o_ntaniel_mpleik-130530989/

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

Νίκος Κούνδουρος: «Λαέ, πίστεψε στον λαό» από το τελευταίο, αυτοβιογραφικό, βιβλίο του «Μνήμη απειθάρχητη - Ημερολόγιο»


Νίκος Κούνδουρος (1926-2017)
Το συγκλονιστικό κείμενο με το οποίο ο κορυφαίος σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος κλείνει το τελευταίο, αυτοβιογραφικό, βιβλίο του «Μνήμη απειθάρχητη - Ημερολόγιο».

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2016
Είναι άραγε η Αθήνα μια έρημη πόλη; Είναι άραγε η φτώχεια η δύναμη της κυβέρνησης;
Και ο κόσμος περιμένει. Ποιος κόσμος; Οι 52.000 πρόσφυγες από την Ανατολή, οι φράχτες και τα κλειστά σύνορα, οι φοβερές εικόνες της πείνας και της απελπισίας στην τηλεόραση ταράζουν κάθε μέρα εκείνη την παλιά και περήφανη φωνή:
Είμαστε Ελληνες, έχουμε Βουλή, έχουμε στρατό, έχουμε εξουσίαΠόση και ποια;
Η Ευρώπη αδύναμη, κατακερματισμένη σε μικρά και σε μεγάλα κράτη και αγωνιά να προστατευτεί από τους εχθρούς.
Αλλά ποιους εχθρούς;
Οι εχθροί της Ευρώπης είναι οι Ευρωπαίοι, η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία, τα μεγάλα κράτη, καλούνται να προστατεύσουν τα μικρότερα, Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία και μέχρι χθες Ιρλανδία.
Μια αβέβαιη και σκορπισμένη σε κομμάτια ανεξαρτησία τυραννάει τώρα τους λαούς και βέβαια κι εμάς.
Η μικρή και έντιμη Ελλάδα σπαράζει και ικετεύει μέσα από τα διεθνή συμβούλια, τις διμερείς συναντήσεις του Τσίπρα, τις συνεντεύξεις σε Κίνα, Αίγυπτο, Ρωσία... μια αγωνιώδης προσπάθεια αναζήτησης συμμάχων.
Ο Ομπάμα και η Αμερική μάς λυπούνται, οι Κινέζοι, η δυνατή Κίνα, λιγουρεύεται τα λιμάνια μας.
Ο μεγάλος κόσμος και η Ελλάδα παλεύουν με το μεγάλο και το μικρό μας μέγεθος.
Ποιοι είμαστε, ποιοι υπήρξαμε, ποιος ήταν ο Ηρόδοτος, ο Ηράκλειτος, ο Πλάτωνας;
Ποιος ο Επίκουρος και ο Σωκράτης; Από σύνοδο σε σύνοδο οι σημερινοί κυρίαρχοι της Ευρώπης, της Αμερικής, της Κίνας ελέγχουν έναν πληθυσμό πολύχρωμο, πολύγλωσσο και αβέβαιο για το μέλλον του.
Και εμείς τι κάνουμε; Τι μπορούμε να κάνουμε, τι δύναμη έχουμε για να κάνουμε;
Μερικές σκόρπιες φωνές μάς θυμίζουν πως υπάρχουμε.
Σιγά σιγά ο λαός έχει χάσει τη φωνή του. Τώρα κλαίμεΟχι, δεν κλαίμε.
Είμαστε αδύναμοι αλλά είμαστε δυνατοί. Λαέ, πίστεψε στον λαό. Αγωνίσου.
Με ό,τι μπορείς με ό,τι σου μένει. Κάνε τη φωνή σου να ξεπεράσει την ασφυκτική παγίδα που μας έχει στήσει η ηγεμονία της Οικονομίας.
Μια απορία περιδιαβάζει το μυαλό μου, παίζει με τόσες άλλες. Είμαι άραγε ζωγράφος ή απλώς ζωγραφίζω;
Η ερώτηση ταξιδεύει και αυτή στο μυαλό μου αναπάντητη.
Βλέπω τους αληθινούς ζωγράφους και αφήνω να πλανιέται στον αέρα το ερώτημα χωρίς απάντηση. Δεν μπορώ ή δεν θέλω να απαντήσω;
Παραπέμπω στο χρόνο το ερώτημα αναπάντητο όπως τόσα και τόσα άλλα.
Καμιά φορά βλέπω τις ζωγραφιές μου και κάτι σαν θαυμασμός στριφογυρνά στο νου μου. Είμαι άραγε ζωγράφος;
Οχι, ζωγράφος δεν είμαι. Η όποια ζωγραφική μου είναι ένα είδος εξομολόγησης.
Μια δραπέτευση στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς. Κάποια μέρα, σκέφτομαι, όταν τα χρόνια που σωριάζονται πάνω στα χρόνια, θα ζητάνε κάποιο αποκούμπι που θα φιλοξενήσει ένα κορμί κουρασμένο και ένα μυαλό ακόμα πιο κουρασμένο, και όταν οι μνήμες θα συσσωρεύονται η μια πάνω στην άλλη, αναζητώντας με αγωνία ίσως μια λευτεριά ή το δικαίωμα σε μια λευτεριά, τότε το άγραφο άσπρο πανί ή το ξύλο, αλλά πάντα άσπρο, θα απαιτήσει ίσως μια δικιά του λευτεριά.
Ετσι γίνεται και έτσι γινότανε πάντα όταν ο ζωγράφος, ο αληθινός ζωγράφος, τα αληθινά χρώματα, τα αληθινά πινέλα βρίσκανε με φυσικότητα τον ένα και μοναδικό δρόμο τους.
Ας περιμένω λοιπόν να έρθει από μόνη της η ώρα που θα ξεπηδήσει από κάποιο άγνωστο ακόμα κενό εκείνη η υπερφυσική δύναμη που έσπρωχνε τους ταπεινούς ζωγράφους, τον Τσαρούχη, τον Θεόφιλο και τους ανώνυμους αγιογράφους να εναποθέσουν με ευλάβεια τη θεία ευλογία που τους χάρισε κάποιος θεός στο πανί ή στο ξύλο ή στους τοίχους κάποιας εκκλησίας.
Σκέφτομαι επίμονα την τελευταία μου ταινία. Διαβάζω την παραπάνω λέξη και αναρωτιέμαι αυτό το «τελευταία» ποιος το έχει επινοήσει;
Εγώ ή ο διάβολος που κρύβεται μέσα μου; Θέλω να σταματήσω να γράφω, να πω εγώ τη φοβερή λέξη «τέλος», να μην περιμένω να την πει ο γιατρός κάποιου νοσοκομείου.
Και έβαλα μια φωνή, να με ακούσουνε και να καταλάβουνε πως δεν πέθανα.
Ομως στο νου μου τριγυρνά μια κρητική μαντινάδα:
Παλεύει ο χάρος και η ψυχή
σε μαρμαρένιο αλώνι
και δε φοβάμαι θάνατο
αφού η ψυχή δε λιώνει.
* Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αγρα».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Το ελληνικό σινεμά έχασε τον άρχοντά του
Θλίψη και συλλυπητήρια για τον δημιουργό του «Δράκου»